ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ ΞΕΝΟΦΩΝ

ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ
ΕΞΗΝΤΑ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τρεις μέρες ταξίδι και το σιδερένιο καραβάκι «Γεώργιος Φ.» διαπλέοντας το Αιγαίο, ακούμπησε στα τέλη Οκτωβρίου 1958 σε αποβάθρα του λιμανιού Θεσσαλονίκης, έναν άπραγο και αμήχανο νέο φοιτητή νομικής, που δεν είχε στο νου του να γίνει δικηγόρος.
Ξημερώματα και προσπαθώντας κάτι να βρει να τον πάει στη διεύθυνση που έσφιγγε στην παλάμη του, ανέβηκε τελικά σ’ ένα όχημα, που δεν ήταν ούτε αυτοκίνητο, ούτε μοτοσυκλέτα. Φτάνοντας στην οδό Δραγούμη, μικρό δρόμο, βρέθηκε απέναντι σ’ ένα τεράστιο κτίριο με περίφραξη και πολλούς χωροφύλακες, το Υπουργείο δηλαδή Βορείου Ελλάδος. Που ποτέ δεν χρησίμευσε σε τίποτα, όσες επωνυμίες κι αν άλλαξε. Το δωμάτιό του, ευρύχωρο και καλοβαλμένο, αλλά για την τουαλέτα περνούσε υποχρεωτικά απ’ την τραπεζαρία, όπου τα τρία όμορφα κορίτσια του σπιτιού, με μισοφόρια ή και λιγότερα φορώντας, τον έκαναν να ντρέπεται. Η εγγραφή στην παλιά γραμματεία του κεντρικού κτιρίου «Μούσαις Χάρισι Θύε», με ώρες αναμονής στα σκαλοπάτια προς τον δεύτερο όροφο. Και μετά ο εκκλησιασμός της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς, στον Άγιο Γεώργιο, απέναντι στο πανεπιστήμιο, που ιδέα δεν είχε για τι μνημείο επρόκειτο. Ήταν η Ροτόντα.
Τον Άγιο Δημήτριο, μνημείο της πόλης, στη γειτονιά του, τον επισκέφθηκε πλήρως απογοητευμένος, από το μαγαζί που αντίκρισε με θρησκευτικά μπιχλιμπίδια, να γεμίζουν τον νάρθηκά του. Παραπέρα δεν θέλησε να δει.
Στον Λευκό Πύργο, ανέβηκε λίγες μέρες αργότερα, θαυμάζοντας την παραλιακή Θεσσαλονίκη, αφού προηγουμένως πέρασε από το μικρό παρεκκλήσι που είχε στηθεί στα σπλάχνα του, να σταυροκοπιούνται οι ασθμαίνοντες.
Ύστερα οι ευρωπαϊκοί καφέδες στου Τερκενλή της Τσιμισκή, να φαινόμαστε πρωτευουσιάνοι, οι ταινίες στα θεωρεία του ΟΛΥΜΠΙΟΥ, μήπως και γνωρίσουμε καμιά γκόμενα, τα ατέλειωτα ποτά στην πλατεία Αριστοτέλους και το τάβλι στο καφενείο Αστόρια στη Λ. Νίκης.
Βλέποντας τα λιγοστά αυτοκίνητα και τους παράξενους αραμπάδες με τις ρόδες αυτοκινήτων να περνούν.
Πιο πέρα η ταβέρνα του Ζεϊμπέκη και πιο πάνω το αναγνωστήριο της ΧΑΝΘ, όπου γνώρισε τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, απορρίπτοντα όλα τα στιχουργήματά του.
Το πανεπιστήμιο το θυμόταν κάθε που είχε εξετάσεις κι ύστερα στη Χούντα γνώρισε τον Μανώλη Αναγνωστάκη, συ ζητώντας για την Επανάσταση που δεν ερχόταν, καταλήγοντας στον Πάνο Θασίτη, ως ασκούμενος δικηγόρος. Ήταν πια ώριμος, να μη γίνει ποιητής